Βιβλιοπαρουσιάσεις


Γιώργος Μ. Οικονόμου

Βαγγέλης Φίλος: Αχ! Σεμέλη, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα, 2012*

Αυτή η γραφή, γραφή αιφνίδια και απρόοπτη, προαναγγέλλεται, μέσα από το ίδιο το σώμα της. «Διαλύεται» και «ανασυντίθεται» ξανά, δημιουργώντας αποκαθαρμένες, μεταφυσικές διαδρομές, που τις ορίζουν και τις κατευθύνουν η όραση και η αίσθηση μιας ασυνήθιστης ποιητικής πνοής.
Η «σπασμένη» αναπαράσταση των γεγονότων, η αποτίμησή τους, διατηρούν και ανελίσσονται με τη δική τους αισθητική αντίληψη.
Δράση δεν υπάρχει εδώ, όπως την ξέρουμε και τη συναντάμε στην παραδοσιακή γραφή. Η αφετηρία των γεγονότων, ό,τι, δηλαδή, αποτελεί την αφορμή και ταυτόχρονα, την εκκίνηση, διυλίζεται αποβάλλοντας το περιττό, για να κρατήσει το συμπέρασμα και μ’ αυτό να κινηθεί.

«— Φτάσαμε στο χείλος! φώναξε. Κι όλοι ταράχτηκαν. Ο καθείς με τη σκέψη του. Και καθώς τρεμόπαιξε το φως, ήρθε σιμά το μέγα στόμιο. Κι άφησε ο φόβος άλαλα τα χείλη.
— Πίσω! τους φάνηκε πως ήτανε η προσταγή του ενστίκτου. Κι ως μάζα ασπόνδυλη κινήθηκε το σώμα. Και ως ύλη   ρευστή   κινήθηκε   το   πλήθος.   Ώσπου   η   φωνή τούς έσκιαξε:
— Σταθείτε!
Γύρισαν τα μάτια στον ουρανό ικετεύοντας να ρίξει σκιά. Κι αυτός γαλήνια τους κοίταξε. Και μη έχοντας τι άλλο να τους δώσει εκτός από την ευλογία της σιωπής του, ξεμάκρυνε. Κι όταν τον ένιωσαν να χάνεται, πλησίασαν γυρεύοντας τα ίχνη. Κενό δεν είδαν. Όμως, γνωρίζοντας τη σημασία του χρησμού ήρθαν σε μένα.(…)».

Αυτή η γραφή, λοιπόν, προστίθεται στα θετικά της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ως προσπάθεια να κινηθεί η έκφραση μ’ έναν άλλο ρυθμό δημιουργίας. Έξω και πέρα απ’ τα καθιερωμένα που χαρακτηρίζονται από πάγιες μορφές «οικοδομήσεως» του λογοτεχνικού κειμένου (αρχή-μέση-τέλος-υπόθεση-πρωταγωνιστής).
Και βέβαια, αυτή η διαφορετική τώρα αφηγηματική εκδοχή του Βαγγέλη Φίλου, που συντελείται συνεχώς χωρίς ορατό περίγραμμα στην ομιλία της, δεν είναι εύκολο να κατανοηθεί αμέσως.
Χρειάζεται σχετική εμπειρία και, προπάντων, ανάλογη προίκιση, για να μπορέσει κανείς «ν’ ακούσει» και «ν’ αγγίξει» τον ήχο και τη μουσική της.
Έτσι, η συμμετοχή του αναγνώστη εδώ, στην «ανάδυση» του κειμένου ως ολοκληρωμένη ενότητα, με συγκεκριμένο σημείο αναφοράς, είναι εκ των ουκ άνευ.
Κι αυτό έχει ιδιαίτερη, νομίζω, σημασία για τον αναγνώστη που έμαθε να διαβάζει και να αποκομίζει απ’ το λίγο το πολύ.
Σημαίνει ικανότητα να συνομιλείς με την αντανάκλαση και τα σκορπισμένα στο κενό όνειρα, το ελάχιστο και το αντιπροσωπευτικό, ό,τι απομένει να αιωρείται ως επίγραμμα και χαρακτηρισμός, χωρίς να κοντοστέκεσαι ζητώντας εξηγήσεις.
Αφού είναι, πια, γνωστό και δεδομένο, πως όσο πιο λίγα χρειάζεται κανείς για να κατανοήσει, τόσο πιο εξελιγμένος είναι. Γιατί, απ’ το συγκεκριμένο και το χειροπιαστό ξεκινάμε μα για να φτάσουμε πιο ψηλά, στην αφαίρεση, στο πυκνότερο, δηλαδή, χρειάζονται-εκτός από τις εγγενείς ικανότητες της αντίληψής μας-χρόνια και μελέτη.

(…)
«— Του μέλλοντος!
Ο Πρώτος τώρα πια συλλογιζόταν. Όμως, ένας-ένας οι άλλοι περνούσαν εμπρός μου επαναλαμβάνοντας σχεδόν ως ιερή προσευχή:
— Του μέλλοντος!
Έμοιαζε ως να είχε χαθεί ο πρώτος φόβος ο μεγάλος και η ταραχή να είχε μικρύνει. Κι ως να ξαλάφρωσαν, όλοι μαζί μού έδειξαν ξανά τον άνδρα με το λευκό σύννεφο, που σιωπούσε:
— Είναι η γενιά μας! είπανε και φάνηκε να ξαστερώνει το μάτι τους, λίγο να ξαστερώνει».

Η εσώτατη υπαρξιακή ανάγκη και η συμπιεσμένη συγκίνηση φαίνεται ότι αποτελούν την πρωταρχική αιτία, που εξωθεί τον Φίλο να γράφει. Και να γράφει πυρετικά, χωρίς να προσποιείται. Και τούτο, δεν οφείλεται στο ψεύδος και την πόζα αλλά, σ’ αυτή την εσώτατη υπαρξιακή ανάγκη, τη χρόνια συμπυκνωμένη συγκίνηση που πασκίζει να βρει έξοδο. Να μιλήσει και να σημάνει μέσα σ’ έναν ερωτισμό φλεγόμενο πάντα κρυφά. Σε μια ταραχή που ξέρει, πια, τα όρια και την προοπτική της. Ακόμη κι όταν ταλαντεύεται και δοκιμάζεται απ’ την αμφιβολία και τη διάψευση.

«(…) — Τι είναι ο έρωτας; Μοιάζει πολλές φορές με φόβο που σε λαχταρά. Άλλες φορές με θάνατο, προτού σε συναντήσει. Μοιάζει με δειλινό που στάζει κόκκινο στη νύχτα. Μοιάζει με εκείνη την παλιά εκδίκηση τη ζητιάνα που παραφυλάει σπέρνοντας κατάρα. Κι εσύ δεν έχεις να διαβείς. Τι είναι η αγάπη; Μοιάζει με στέρηση βαθιά, μ’ ένα άηχο επιφώνημα που ταξιδεύει…(…)».

Όλοι γράφουμε. Μα τι γράφουμε; Επαναλήψεις! Ορισμένοι τόλμησαν και υπερπήδησαν το φράγμα.
Εξήλθαν στο δικό τους ξέφωτο. Να πάρουν ανάσα. Να προσθέσουν.
Αναφέρω ενδεικτικώς τον Δ. Κόκκινο, τον Μ. Πράτσικα και τον Γ. Χειμωνά.
Ο Κόκκινος, ιδιαίτερα, με τα τόσο πρωτότυπα διηγήματα του, μας έστειλε το μήνυμα, και μας έπεισε, ότι η εκφρασμένη συγκίνηση κερδίζει εις ένταση και διάρκεια, όταν ο έντεχνος λόγος ανελίσσεται με την απόσταξη και το ουσιώδες. Όταν δε χάνει, δηλαδή, τον καιρό του και δεν προσπαθεί να μας προσελκύσει με το ήδη γνωστό και τετριμμένο.


Γιώργος Μ. Οικονόμου


*Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε, για πρώτη φορά, στο Περιοδικό «Φηγός», Έκδοση Περιφέρειας Ηπείρου, Β’ Εξάμηνο 2011- Τεύχος 31



Κώστας Γ. Μαργώνης*

Βαγγέλης Φίλος, «Αχ! Σεμέλη», Εκδόσεις "Γρηγόρη", 2012, σ. 103

Η ποιητική ενδοχώρα στο έργο του Βαγγέλη Φίλου


Η λογοτεχνική δημιουργία του Β. Φίλου, με τους αισθητικούς της αναβαθμούς, διανύει την περίοδο της ωριμότητας, ζυμωμένη με το χρόνο και την ιστορία. Αναμφίβολα είναι μια «ποίηση» ιδιότυπη. Η πρόσφατη συλλογή, με κορμό μια νουβέλα, αυτοπροσδιορίζεται ως «...πείραμα όπου αφήγηση και ποίηση συμπλέκονται σε μια σπονδύλωση εύκαμπτη
, μεταβαλλόμενη και πολυσχιδή, πλουτίζοντας η πρώτη τη δεύτερη με τη μαγεία του μύθου και η δεύτερη την πρώτη με το ρυθμό των εικόνων και ήχων, με τα σύμβολα και το αίνιγμα». 
Επομένως, τα κλειδιά της συλλογής γίνονται εξαρχής γνωστά. Η αφήγηση και η ποίηση, σε μια απόπειρα συνύπαρξης και ισορροπίας. Στο βάθος πιστεύω πως λειτουργεί το δίπολο αισθήσεις και μεταισθήσεις, σε γλωσσικό και σε επίπεδο σημασιών. Με τις αισθήσεις, την έντονη και διαρκή παρουσία τους, προσλαμβάνεται ο εξωτερικός κόσμος, το πρωταρχικό υλικό της εμπειρίας. Η μεταίσθηση είναι ό,τι απομένει, η μετουσίωση της αρχικής εμπειρίας σε ποίηση, ο μετασχηματισμός σε εικόνες, ήχους, σκέψεις που προσδιορίζουν την ιδιοτυπία της λογοτεχνικής γραφής του Β. Φίλου.
«- Ήταν ένας νέος με συννεφιά βαριά στα μάτια του και με καημό βαθύ. Όλο κοίταζε τη θάλασσα. Και ήταν αυτή πιο γαλανή από όλα τα όνειρά του. Όλο κοίταζε. Σα να περίμενε να ξεθολώσει αυτός ή να μαυρίσει εκείνη. Κι όσο κοιτούσε, έρχονταν στο νου του οι μπόρες. Τότε που έσκιζαν το στερέωμα οι βροντές και έχυναν φόβο οι αστραπές. Κι αυτός έπρεπε να μεγαλώσει στη σκληρή γη. Και όσο περίμενε τα καράβια με τα λευκά πανιά, ταξίδευε. Σ' άλλους κόσμους μακρινούς έστελνε την ψυχή του. Ήταν εκεί η Κίρκη που τον καλούσε. Κι αυτός βουβά την ικέτευε να σηκώσει το μαγικό ραβδί. Να βάλει τέλος στην πεεριπλάνηση. Όμως αυτή φοβόταν μην τον χάσει στη μεταμόρφωση. Μην και χαθεί αυτό που τον κρατούσε νέο και όμορφο στη θλίψη του, φοβόταν. Και του ’λεγε λόγια γλυκά και χτένι χεριού λευκόσαρκου περνούσε στα μαλλιά του. Αλλά αυτός ζητούσε άλλο χάδι. Και κοίταζε τη θάλασσα χωρίς άλλη ελπίδα παρά μονάχα αυτή: Να σηκωθεί το κύμα. Να τον ξεπλύνει ο ωκεανός. Στην απεραντοσύνη του να γαληνέψει.» (σ.29)

Πρόκειται για μια απόπειρα ισορροπίας ανάμεσα στον εξωτερικό κόσμο και στον εσωτερικό, για μια σχέση αμοιβαία, δυναμική και ισότιμη. Ο γλωσσικός κόσμος είναι ταυτόχρονα ο εσωτερικός κόσμος. Είναι μια συνεχής διαρκώς φανερή μετακίνηση από τη συμπαντική αρμονία στην ενδοσκόπηση, σε μια πορεία εσωτερική, χάρη στο συνταίριασμα του αρχέγονου με το προσωπικό. Ο ποιητής αναψηλαφεί την προσωπική του ενδοχώρα και ποθεί τη φυγή, όντας ταυτόχρονα στο αειφόρο γίγνεσθαι. Η κίνηση παλίντονος: από τις ρίζες της φύσης στην αυτογνωσία. Ο ηρακλείτειος αιώνιος νόστος. Χωρίς δισταγμούς ο ποιητής κινείται συνεχώς ανάμεσα σε δύο πόλους: στο εσωτερικό βλέμμα και στο κοινωνικό βλέμμα, ένας άνθρωπος της μήτιος, που κρύβεται αλλά και εμφανίζεται, όπως ο Οδυσσέας του Ομήρου.
Μια άλλη διάσταση της ποιητικής ενδοχώρας του Β. Φίλου είναι η κίνηση από τον προσωπικό στοχασμό στον κοινωνικό προβληματισμό, από την εσωστρέφεια στο πεδίο της κοινωνικής ευαισθησίας και ευθύνης. «..Ξέρετε, η γενιά μας μεγάλωσε με τον απόηχο παλιών κατορθωμάτων. Ήταν ως να 'παιρνε από τους αφανισμένους την ιερή φλόγα. Και νόμιζα ότι η έφοδος στο μέλλον ήταν εύκολη. Γιατί εύκολα ήταν τα συνθήματα και άφθορα. Όμως, χωρίς να το καταλάβω, κουβάλησα την ήττα που κρυφά μας κληροδότησαν. Κι ολοκληρώθηκε η διάψευση». (σ.54) Ο ώριμος απολογισμός μιας γενιάς. Η ματιά του ποιητή ανδρώνεται σε μίζερους καιρούς και στέκεται με κριτικό βλέμμα απέναντι στα γεγονότα των τελευταίων δεκαετιών στην Ελλάδα.

Ο Β. Φίλος δεν είναι εικονιστής. Ο Ι.Α. Ρίτσαρντς, στο έργο του «Αρχές» (1924) σημειώνει για την εικόνα: «... Αυτό που κάνει μιαν εικόνα αποτελεσματική είναι λιγότερο η ζωντάνια της ως εικόνας και περισσότερο ο χαρακτήρας της ως ψυχικού γεγονότος, το οποίο έχει έναν ιδιαίτερο δεσμό με τις αισθήσεις». Με τον ίδιο τρόπο, στο έργο του Β. Φίλου οι εικόνες έχουν ακρίβεια και λεπτομέρειες και συχνά είναι απρόσμενα συναπαντήματα ήχων, θραυσμάτων, σκέψεων, που δημιουργούν ένταση και έκπληξη στον αναγνώστη. Είναι τα υλικά που χτίζουν το συναισθηματικό οικοδόμημα, ένα στέρεο οικοδόμημα, αισθημάτων και στοχασμών.
«Καθώς τα βήματά του χάραζαν ελικοειδείς διαδρομές, έμοιαζε να είχε κλονιστεί. Όμως, όταν φάνηκε ο μαύρος γύπας στο απολιθωμένο δένδρο, έγινε η όψη του σκληρή. Και τρόμαξε ο πρώτος φρουρός και πέταξε. Κι όπως ήταν σχεδιασμένο, βγήκαν στην περιπολία άλλα αρπακτικά παράξενα. Έμοιαζαν με προϊστορικά πτηνά, μα πιο πολύ είχαν ανθρώπου όψη. Και επειδή αυτός δε φοβήθηκε, σάστισαν εκείνα. Κι όταν πλησίασε πολύ, του κάνανε τόπο. Και πέρασε. Και ήταν εκεί ένα σκοτεινό μέρος. Και μια χαράδρα βαθιά που την γεφύρωναν σκελετοί δεινοσαύρων. Και η Αλκινόη, που τον ακολουθούσε, του ζήτησε να πάρουν τον άλλο δρόμο στη διασταύρωση. Όμως εκείνος ρίχτηκε χωρίς κανένα δισταγμό στο πέρασμα. Έτριξαν οι αρθρώσεις. Και σκιαχτήκανε όλα τα πετούμενα. Κι αφήνοντας τις κρυφές φυλλωσιές σκέπασαν το φως. Γύρισε ο Ξένος τα μάτια του ψηλά κι εκεί τη σκιά των πουλιών, διέκρινε τον μεγάλο προβολέα που τον νόμιζε ήλιο. Και λαγάρισε το τοπίο την ώρα που ο Κέρβερος τού κουνούσε την ουρά στη μέση της γέφυρας και ο βαρκάρης κωπηλατούσε στη βαθιά χαράδρα. Καθώς τον κοίταζε, το νερό ανέβαινε. Όλο κι ανέβαινε μέχρι που η βάρκα ήρθε κοντά. Κι ακούστηκε ο κωπηλάτης να φωνάζει:
- Φαέθων!
Και ο Ξένος κοίταξε τριγύρω. Κι ως είδε μόνο την Αλκινόη δίπλα του και πάνω τα μαύρα πουλιά, κατάλαβε ότι αυτό θα ήταν το όνομά του στο ταξίδι.» (σ.73) Ίσως πρόκειται για το εναγώνιο εταστικό ερώτημα προς τον άδειο ουρανό.

Εν τέλει, μελετώντας κανείς το λογοτεχνικό έργο του Β. Φίλου δεν μπορεί παρά να υιοθετήσει την άποψη του Δ. Μαρωνίτη ότι «η ποίηση δεν είναι υπόθεση μόνο των ποιητών, δεν είναι καν υπόθεση των ποιημάτων. Είναι υπόθεση μιας διάχυτης ποίησης που αφορά όλο τον κόσμο – το Σύμπαν ολόκληρο. Και σ’ αυτό το «κύκλωμα» της διάχυτης ποίησης πρέπει να είναι ενεργητικός ο ρόλος του αναγνώστη ή της ανάγνωσης έναντι της γραφής» (Συνέντευξη στο Ν. Μπακουνάκη, «Το Βήμα», 17.2.2008)

* Ο Κώστας Γ, Μαργώνης είναι φιλόλογος, πρόεδρος της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Τζουμέρκων. 



ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΡΕΛΑΣ

Για την «Ενθαλπία»:

(Βιβλιοπαρουσίαση  στο περιοδικό «Φηγός»)                               

 Βαγγέλη Φίλου: «Ενθαλπία» ( Ποιήματα και πεζά σελίδες 80, Ιωάννινα 2005)

        Η «Ενθαλπία» δεν χαρακτηρίζεται από το δημιουργό της, ως ποίηση ή πεζογραφία. Είναι δική μου αυθαιρεσία ο χαρακτηρισμός- ποιήματα και πεζά- για να προϊδεάσω τον αναγνώστη. Και τούτο γιατί μοιράζει τις σελίδες του σε ποίηση, σε θέατρο ή ένα είδος νεκρικών διαλόγων, σε μικρό ημερολόγιο μιας γυναίκας και σε μιαν αφήγηση θεατρική που μπορεί να εκληφθεί και ως διήγημα, παρ’ ότι λέει στην παρέα που του ζητάει να γράψει διήγημα, πως δεν είναι διηγηματογράφος.
            Αυτά, βέβαια δεν έχουν σημασία, ούτε προσπαθώ να εντάξω τα κείμενα σε είδη λογοτεχνικά. Μου αρκεί που είναι λογοτεχνία. Και σέβομαι τη θέση του δημιουργού, γιατί δεν περιχαρακώνεται. Φαίνεται πως δε θέλει να βάλει την έμπνευσή του σε καλούπια που μπορεί να παίρνουν το σχήμα της κλίνης του Προκρούστη. Απόλυτα σεβαστές οι επιλογές στην τέχνη.
            Εκείνο που ενδιαφέρει είναι η υπαρξιακή αγωνία του όντος, όχι ακριβώς του δημιουργού, χωρίς να αυτό-εξαιρείται, γιατί έχει το θάρρος να αυτοσαρκάζεται. Και ο αυτοσαρκασμός είναι απελευθέρωση και κάποιες σταγόνες λύτρωσης στους οδοιπόρους των ερήμων. Με αξιοπρέπεια ο ποιητής πορεύεται όπως ο Ρίλκε, στη στενή δίοδο του έρωτα και του θανάτου. Του έρωτα, γιατί η ποίησή του άλλοτε γίνεται πρελούδιο κι άλλοτε ραψωδία, καθώς περνάει τα σύνορα σε μιαν ονειρική, χωρίς όνειρο εξόδια εκπόρευση από το Είναι στο μη Είναι, χωρίς να αναιρεί το Είναι με κανένα «μη». Έχει έναν σπαραγμό ο ερωτικός του λόγος, γιατί δεν βρίσκεται στο αντάμωμα του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας ο δικός του έρωτας, αλλ’ ούτε και στο πικρό ποτήρι. Μόνο στην πίκρα της νοσταλγικής αποστέρησης, χωρίς να νοιώθει πως «δικαιούται». «Δικαίωμα κανένα δεν εκράτησα». Κι όταν «ο παλμογράφος γράφει ευθείες» θανάτου, ο ίδιος προτιμάει να βλέπει την «Άννα-να βαδίζει» στην «τελευταία παράσταση». Μόνο από το ημερολόγιο της γυναίκας έχουμε την ερωτική ανάκρουση, καθώς εκείνη ανακαλεί μια ζωή που δεν επανέρχεται. Μνήμες, θολό τοπίο, λόγια σιωπής, ανάκουστες πεθυμιές, πνιγμένοι πόθοι και η ζωή να γέρνει στο φέρετρο. Η συνομιλία με τον άγγελο, ίσως να είναι ένας εσωτερικός μονόλογος, παρά διάλογος. Ο ήρωάς του στο φέρετρο κι ο άγγελος να τον πληροφορεί πως θα ’ρθει η Άννα. Εκείνος με τον τρόπο του αρνιέται και τη θέση του στο φέρετρο παίρνει ο άγγελος.
            Ακολουθεί η παρέα του γραφείου, που του ζητά να γράψει ένα διήγημα. Το θαυμάσιο της σύλληψής του είναι πως μεταξύ γραφής και συνομιλιών δημιουργείται η αίσθηση των πολλαπλών γεγονότων, περιστατικών και φυγών προς το παρελθόν των ηρώων και προς το μέλλον της λήθης. Μόνο ο δάσκαλος απομένει συνείδηση μέσα στο χρόνο, ως βιγλάτορας των νεκρών. Και ο αιώνιος έλληνας, ο Οδυσσέας η ιστορία μας. Από το βίωμα στην ευρύτερη θέαση της μοίρας μας, από τον έρωτα στο θάνατο και από εκεί στη μνήμη των θυσιών και των ηρώων μας, ο μποιητής και συγγραφέας Βαγγέλης Φίλος συνθέτει μια δυνατή παράσταση ζωής, που απαιτεί πολύ δύναμη και απελευθέρωση από σχήματα και καλλούπια για να τη γευτεί κανείς, να τη χαρεί και να την εκτιμήσει πολύ, κατά πως της αξίζει.


ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΡΕΛΑΣ

Για την «Αλιάνθη»:

(Βιβλιοπαρουσίαση  στο περιοδικό «Φηγός»)                               

Βαγγέλη Φίλου: Αλιάνθη  (Ιωάννινα 2007, σελ. 106 –  Θεατρική διηγηματογραφία)

Ζητώ συγνώμη από το συγγραφέα για το χαρακτηρισμό των κειμένων του ως θεατρική διηγηματογραφία,  μιας και ο ίδιος αποφεύγει να χαρακτηρίσει την τέχνη του. Είναι επιλογή του και είναι σεβαστή. Αφήνει άλλωστε στον αναγνώστη τη δυνατότητα να τον συλλάβει πέρ’ από σχήματα και ρήματα. Ένα από τα εφτά κείμενά του    το είδωλο είχε συμπεριληφθεί στο προηγούμενο βιβλίο του «Ενθαλπία» με πεζά και ποιήματα. Πιστεύω πως ήθελε να το βάλει ως επίλογο και ως συνέπεια στη συνέχεια του λόγου του, με όποια μορφή κι αν εκφέρεται. Θα μπορούσα να χαρακτηρίσω τη δουλειά του ως λογοτεχνία των αντιδράσεων.  Και τούτο γιατί, ενώ τον ενδιαφέρουν τα γεγονότα, δεν στέκεται σ’ αυτά. Προχωράει στις αντιδράσεις που διαμορφώνονται στο εσώτερο πρόσωπό μας και βγαίνουν σε κάθε περίσταση της ζωής μας ως δράσεις και αντιδράσεις, ως μορφώματα του είναι μας. Γι’ αυτό και είναι ματαιοπονία ν’ αναζητεί κάποιος μιαν αφήγηση. Σίγουρα όμως υπάρχει ένας φοβερά στέρεος μύθος. Κι αυτός είναι η προσωπική μας μυθολογία, έτσι όπως κατασταλάζει ο κόσμος μέσα μας και βγαίνει με χίλιες μορφές. Αυτός είναι ένας κόσμος αποκαλυπτικός και ίσως δυσερμήνευτος για όσους ψάχνουν την επιφάνεια των διαμορφώσεων και ποτέ δεν καταδύονται στα βαθιά νερά ούτε του εαυτού τους.
Μια τέτοια τέχνη  που ανιχνεύει τα κύματα με όλους τους κινδύνους να πνιγεί κανείς στις προσωπικές θάλασσες, με πρώτον το συγγραφέα, είναι μια τέχνη γραμμένη με αίμα και αρμύρα. Αυτό το σπάραγμα το βλέπουμε τόσο στο είδωλο, όσο και τώρα   στο «ήταν εκεί η θάλασσα». Επειδή η τύχη μ’ έστειλε φαντάρο στα Γιάννενα,        όπου έμεινα 19 μήνες , τον βλέπω σε κείνα τα τοπία να γυρίζει ανάμεσα στη λίμνη και στο Μιτσικέλι  σεργιανώντας τη θλίψη του να την ξοδεύει. Αυτή η ποιητική πόλη έχει όλη την υποδομή να γεννάει τέχνη και να καθιερώνει τη θλίψη ως αντίδοτο για τη δωρεά της έμπνευσης.. Θα πει «όμορφα πουλιά , λυπημένα». Δεν αφήνει στην ομορφιά περιθώρια χαρούμενου ρομαντισμού. Κι ο έρωτας πεθαίνει, όπως πεθαίνουν από έρωτα και τα πουλιά στο Περού. Εναλλάσσει μέσα του το παιδί με τον ενήλικα ανάμεσα στο παρελθόν και στο τώρα, ανάμεσα στις «μπούκλες» και στις «χαρακιές σαν πολυδαίδαλες κοίτες απ΄τον ιδρώτα». Κι ακολουθεί ένας ανυποψίαστος δραματικός διάλογος των δύο στο ίδιο πρόσωπο: «- Γιατί με ξέχασες;  Και η φοβερή απάντηση; -Δεν είχα θάλασσα». Θυμίζει εκείνο το δημοτικό τραγούδι «όταν κινώ για νά ’ρθω χιόνια και βροχές …». Δεν είναι εύκολη η επιστροφή στην αθωότητα, όταν τα όνειρα ήταν μπροστά και τώρα είναι , ίσως, σκοτωμένα. «Φόρτωσες ένα καράβι όνειρα (…). Που πήγαν τόσα  όνειρα; κι απαντάει με ερώτηση: - Που πήγαν;». Μάλλον στα «άδεια παγκάκια». Και στη συνέχεια βλέπει τα είκοσι πέντε χρόνια του (1979), ως «είκοσι πέντε αιώνες». Πως να γυρίσεις πίσω και τι να βρεις;
Ψάχνει το ποτάμι του Σεφέρη και νοιώθει ο ίδιος να είναι ο  Σεφερικός ήρωας : «λυπάμαι που άφησα να περάσει μέσ’ απ’ τα δάχτυλά μου ένα πλατύ ποτάμι χωρίς να πιώ ούτε μια στάλα. Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα».  Δεμένος όμως ο ίδιος με τη ζωή, βλέπει την πεδιάδα πάλι να πρασινίζει. Αυτό σημαίνει πως πέρ’ απ’ τις διαμορφώσεις του, παραμένει εραστής μιας Άνοιξης. Υπάρχει το ποτάμι. «Υπάρχει όσο υπάρχουμε». Ο Βαγγέλης Φίλος δίνει την εντύπωση του αποσπασματικού. Μας παραπλανά. Μας αφήνει το πεδίο ανοιχτό να τον πλησιάσουμε με τα δικά μας βήματα. Δεν είναι αφηρημένη η τέχνη του. Δεν υπάρχουν αφηρημένοι στεναγμοί. Αλάλητοι, ναι! Μακάριοι όσοι έχουν αυτιά να τους ακούσουν. Έχει βαθιά συνείδηση του Είναι του.
Ξέρει πως το τάλαντο της τέχνης, του στοχασμού και του λόγου, που έχει πάρει ως δωρεά, γίνεται σημείο αντιλεγόμενο. «- Κουβαλάς μια αρχαία κατάρα, του είπε κάποιος. – Κουβαλάς μια ευλογία , του είπε ένας  άλλος. Κι αυτός ήξερε πως είχε φορτωθεί και την ευλογία και την κατάρα».  Αυτή είναι η ώριμη ώρα της υπαρξιακής του συνείδησης. Μέσ’ από τη θλίψη και τον προβληματισμό μιας επιστροφής που δεν πραγματώνεται, διατηρεί την πίστη του στον άνθρωπο:  «υπάρχουν μερικές στιγμές, όπου οι άνθρωποι ψηλώνουν απότομα».  Καθώς ο ίδιος δεν νοιώθει να στερεύει, μεταδίδει μιαν αισιόδοξη ενατένιση του κόσμου, έστω κι αν αυτό το άνω θρώσκω κρατάει μόνο στιγμές.  Σε μια στιγμή σώζεται ή χάνεται το ανθρώπινο πλάσμα. Από το μνήσθητί μου,  στο μέτ’ εμού έσει εν τω παραδείσω, οι στιγμές είναι ελάχιστες και η σωτηρία παντοτινή.
Κάποιες νύξεις έκανα πάνω σε μια συντέλεια, που είναι η πεζογραφία και η ποίηση του Βαγγέλη Φίλου. Αφορμές για όσους έχουν την τρέλλα και το κουράγιο να κάνουν τη λίμνη ωκεανό και να χάνονται στο βάθος του. Αρκεί ν’ αναδύονται. Το ταλέντο και η ζωή είναι μεν δωρεά, αλλά η χρέωση της διαχείρισης είναι ακριβή. Τα χρέη ζητούν εξόφληση.


ΓΙΩΡΓΟΣ Μ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ


Πρόλογος στο βιβλίο «Αλιάνθη» και δημοσίευση στο περιοδικό «Φηγός»


Ποιητική απόσταξη

Πυκνά και ασυνήθιστα στη δομή τους τα πεζογραφήματα του Βαγγέλη Φίλου, αποκαλύπτουν, ενώπιό μας, έναν πλούσιο σε συναίσθημα και δημιουργικό ρίγος ψυχισμό, που εκλύεται και μετουσιώνεται σε μήνυμα και φωνή, με την αίσθηση μιας φορτισμένης ποιητικά συγκίνησης.
Ο Βαγγέλης Φίλος είναι άνθρωπος ευαίσθητος. Και δείχνει τώρα, εδώ, ότι θεάται και βιώνει τον κόσμο και τ’ ανθρώπινα με άδολο πάθος και όραση διαπεραστική.
Ανήσυχος και μοναχικός, ένας ποιητής πάσχων για το πολύτιμο, κλείνεται στον εαυτόν  του και γράφει κρυφά, δημιουργώντας ατμόσφαιρα πεζού λόγου ξεχωριστή. Ένα δικό του κλειστό σύμπαν από τραυματικές εμπειρίες, μνήμες και απολογισμούς, μέσα σ’ αυτή την ποιητική ευφορία που τον ελέγχει και τον προσδιορίζει ολόκληρο και συνιστά, ταυτόχρονα, και το κύριο χαρακτηριστικό της γραφής του.
Πρόκειται για κείμενα εσωτερικής ανάπτυξης, κείμενα που δεν απευθύνονται αμέσως στον αναγνώστη, που μοιάζουν να τον αγνοούν, να μην τον έχουν, δηλαδή, απέναντί τους. Με την έννοια ότι «πραγματεύονται» τη θεματογραφία του εντός – όπως μια διαδρομή εν ερημία, χωρίς θεατές. Και σε κερδίζουν. Και σε κρατούν αμέσως κοντά τους – όσο κι αν απαιτούν αυξημένη προσοχή και σχετικές προϋποθέσεις για να κατανοηθεί επαρκώς.
Και τα εφτά πεζογραφήματα της συλλογής εδώ, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο, τα κινεί και τα διαπερνά μια φλογισμένη υπαρξιακή αγωνία. Ο φόβος της ενδεχόμενης απώλειας και του κενού, που παίρνει, κάποτε, στα πλέον ολοκληρωμένα σημεία, τις διαστάσεις διαμαρτυρίας και κραυγής και αδρογραφείται με τη συνεχή  διυλισμένη απόσταξή του.
Είναι θα έλεγε κανείς, μια συνομιλία με τη σιωπή που έρχεται από τα βαθιά. Απ’ την οδοιπορία και το θάνατο, φορτωμένη θλίψη, ερωτήματα και ήχους κρυφούς, που σε καλούν να τους ακούσεις και να στοχαστείς μαζί τους.
Παίρνω, τώρα, ένα διήγημα στην τύχη, το «Ήταν εκεί η θάλασσα».
Και σημειώνω, αμέσως, χωρίς δισταγμό. Το κείμενο ανελίσσεται και λειτουργεί σαν ποίημα συμφωνικό.
Σαν ένας ανεπαίσθητος και διαρκής κυματισμός ψιθυρισμών και σκοτεινών χρωμάτων, που δεν μπορείς ν’ αγγίξεις, να αποκρυπτογραφήσεις εύκολα, γιατί συνεχώς απομακρύνονται και σβήνουν μέσ’ την αμφιβολία.
«Εδώ είμαστε, μου είπε. Αυτή η θητεία, δεν έχει τέλος. Θα φύγουμε, όταν ξεχάσουμε. Μα δεν ξέρω, αν πρέπει να ξεχάσουμε. Δε φαντάζομαι χειρότερο θάνατο απ’ το λευκό χαρτί».
Ύστερα, καθώς όλα δείχνουν να τελειώνουν, η αποτίμηση της μοίρας και της πορείας, η οδύνη του αναπόφευκτου και του πικρού που τα σκεπάζει όλα, ενώ η μνήμη μάταια πασκίζει να κρατηθεί απ’ τις εικόνες και τις λέξεις.
Είναι ωραίο αυτό το κείμενο. Ίσως γιατί έχει ποίηση και φως. Και δείχνει. Και σημαίνει.
Ωστόσο, χρειάζεται προσοχή. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν κανείς προσπαθεί να εκφραστεί μ’ έναν τρόπο που δεν ακολουθεί τους γνωστούς μας, δοσμένους κανόνες, αφηγηματικής ανάπτυξης – αλλά, δημιουργεί και προτείνει τη δική του αισθητική αντίληψη, στη χρήση, κυρίως, των πλαστικών μέσων.
Η κίνηση εδώ, σ’ αυτό το δύσκολο γράψιμο που, σημειωτέον, τελεί συνεχώς υπό δοκιμασία και διαμόρφωση – ό,τι, δηλαδή, θεωρείται δράση σ’ ένα πεζογράφημα -, είναι πράξη πρωτίστως πνευματική. Διυλισμένη απόσταξη των γεγονότων. Προσπάθεια να οριστεί η ουσία τους. Αυτό που απομένει να αιωρείται αψηλάφητο και αποτελεί το βάρος και τον πυρήνα.
Και πρέπει, για τούτο, η πυκνότητα και η ένταση που χαρακτηρίζουν πάντα αυτό το είδος γραφής, το ελλειπτικό στην έκφραση, να διατηρούνται στο ίδιο ύψος, για να αποφεύγεται η ολίσθηση στο ανερμάτιστο και στο κοινότοπο.
Έτσι, κάποιες φορές εδώ – ευτυχώς σπάνια – στα υπ’ όψη κείμενα, η απαραίτητη εποπτεία χαλαρώνει. Ο συγγραφέας μοιάζει να βιάζεται ή να κουράζεται, με μοιραία συνέπεια η αφήγηση να συνεχίζεται με το ακατάλληλο και το υποδεέστερο.
Ακόμη, σε μια - -δυο περιπτώσεις – πάντα κατά τη γνώμη μου – το κείμενο μάλλον δεν ολοκληρώνεται, όπως πρέπει ως ενότητα. Δεν κλείνει. Δεν προσδιορίζει, δηλαδή, το περίγραμμά του και παραμένει ασυμπλήρωτο – ένα «ζωγράφισμα» από επάλληλες ποιητικές διαδρομές, που το εξαϋλώνουν και δημιουργούν στον αναγνώστη την εντύπωση του ημιτελούς μορφολογικώς πειραματισμού.
Ας είναι. Πρόκειται για λεπτομέρεια, η οποία, όπως προοιωνίζεται αυτή η δεδομένη πλέον ποιότητα της γραφής, σύντομα θ’ αντιμετωπιστεί απ’ τον συγγραφέα.
Ό, τι, τώρα, εδώ, έχει τελικώς σημασία, είναι τούτο μόνο: προτείνοντας ο Βαγγέλης Φίλος τη δική του εκδοχή, μ’ αυτές τις πυκνογραμμένες σελίδες του, αποκαλύπτει και μαζί πείθει, ότι είναι ένας αξιόλογος και προικισμένος πεζογράφος, με ύφος και προοπτική, που αξίζει και πρέπει να προσέξουμε ιδιαιτέρως.


ΜΑΝΟΛΗΣ ΜΑΓΚΛΑΡΑΣ

Για την «Ενθαλπία»:

Από το αφιέρωμα στην εφημερίδα «Ηπειρωτικοί Αντίλαλοι»

«…Είναι η γνώριμη σύγχρονη ποιητική γραφή, μικροί στίχοι, μετρημένες λέξεις, γεμάτες όμως συμβολισμούς, νοήματα και αλληγορίες… Είναι στόφα ποιητική και πρέπει αυτό το θείο δώρο να το αξιοποιήσει…».

ΛΟΥΚΙΑ ΤΖΑΛΛΑ

Για την «Ενθαλπία»:

Από το αφιέρωμα στην εφημερίδα «Ηπειρωτικός Αγών»

            «…Με ταξίδεψε σε δρόμους ονειρικούς. Αν σας πέσει στα χέρια τούτο το βιβλιαράκι αξίζει το ταξίδι…».


ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΚΕΨΗ»

Για την «Ενθαλπία»:

«…Αξιοπρόσεκτη σύγχρονη ποιητική γραφή, με ενδιαφέρουσες οπτικές γωνίες λήψεως του «αντικειμένου». Οι πεζογραφικές σελίδες σηματοδοτούν ικανοποιητική θεατρική διάθεση».

ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΡΑΤΣΙΚΑΣ

Για την «Ενθαλπία»:

Βιβλιοκριτική στα περιοδικά «Φηγός» και «Νουμάς» και στην εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ της Πάτρας

Θα σταθώ στο κείμενο Σ5 κι όπου η προσωπική ευαισθησία φαίνεται να συνδιαλέγεται με την οθόνη κάποιων ψυχισμών. Όμως έτσι οι στιγμές αναδύονται λουσμένες από μια ποιητική λυρική ευρηματικότητα αναπόλησης.
Ερωτική η κατάθεση του στίχου στη γενικότερη ανάγνωση αλλά ο ποιητής διαφυλάττει ένα δεδομένο χαρισματικής ανταύγειας «και το επιφώνημα άλαλο» -Σ.9 Σ.1, σηματοδοτεί μια εκ βαθέων διεργασία θεατρογένεσης.
Ωστόσο το κείμενο σελίδα 50 έχει ως θεατρική εγγραφή διαφορετικό προβληματισμό.
Το κείμενο Σ. 73 πλησιάζει την πνευματική προσφορά που εκπέμπουν τα διηγήματα του Γιώργου Μ. Οικονόμου.
-κάποια φορά ξεχάστηκε
Σ’ ένα μοναχικό τριαντάφυλλο
Χιλιάδες μάτια τον περικύκλωσαν Σ. 5
Διασπώ την αλληλουχία των λέξεων, συνθέτω σιωπή Σ 47.
Εκτός ποιητικής είναι οι στίχοι «ως έλικες κινουμένου ηλεκτρονίων» Σ 44.

ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΡΑΤΣΙΚΑΣ

Για την «Αλιάνθη»:

Βιβλιοκριτική στα περιοδικά «Φηγός» και «Νουμάς» και στην εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΚΗΡΥΞ της Πάτρας

Συμφωνώ με τον συγγραφέα και κριτικό Γ.Οικονόμου στο εισαγωγικό σημείωμά του για το βιβλίο «Αλιάνθη» του Βαγγέλη Φίλου.
Βρισκόμαστε σε πρωτοποριακή αναζήτηση φόρμας για το αστικό διήγημα. Έτσι πιστεύω αναλυτικά ότι η γραφή παρουσιάζει μια ανατρεπτική τεχνική στη φράση και στη λέξη. Ομοιάζει με την Έρση Λάγκε κι η οποία ενώ φαίνεται να ξεκινάει κάποια διαφάνεια απογοήτευσης της διαλεκτικής, μεταβάλλεται αλλά και αντικαθίσταται από μια στίλβουσα ποίηση του παραλόγου.
Απουσιάζει το κείμενο αλλά ο διάλογος χάρη στη θεατρογενή σάρκα της ελλειπτικής γραφής ισορροπεί τον αιφνιδιασμό της έκφρασης και δέχεται και τις παλλόμενες διεργασίες. Τίποτα το συγκεκριμένο αλλά αυτό το πουθενά είναι το ταλαντούχο και το εξαίρετο. Το διήγημα σελ. 71, δίνει ίσως και την άρτια αίσθηση της γραφής. Επισημαίνω επίσης ότι σ’ όλα τα κείμενα βρίσκεται μια φωσφορίζουσα εποπτεία υπαινικτικής εκκίνηση π.χ. Είδωλο Σ83, δεδομένο που παραμένει όμως στη σκιώδη της προσωπικής μνήμης.
Επανέρχομαι όμως και στη διαφάνεια μέσα στην οποία διακρίνεται η πολιτικοποίηση απολογητική απογοήτευση. Καταλογίζεται εδώ και η πικρία και η οδύνη σε παραλλαγές λυρικού μονόλογου και σε εγγειτικά σημεία.
Γενικότερα η Αλιάνθη του Βαγγέλη Φίλου είναι η νεώτερη έκδοση των βιβλίων Κιβώτιο Αλεξάνδρου και Κάθοδος των 9 Βαλτινού. Μια συνέχεια γραφής όμως μ’ αναζητήσεις κάπως ευρύτερης υπαρξιακά παρουσίας σε εκκρεμότητα.


ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΑΠΕΡΓΗΣ

Για την «Ενθαλπία»:

(Βιβλιοπαρουσίαση  στο περιοδικό «Φηγός») 

«Ενθαλπία», Βαγγέλης Φίλος, Ιωάννινα 2005                             

Η ποίηση του Β.Φ. είναι γεμάτη λιτότητα αλλά και δύναμη, είναι διεισδυτική, σπαραχτική αλλά και ευφάνταστη. Ο «ονειροφόρος» λόγος του, προσεχτικά θρεμμένος με τα τεχνικά στοιχεία και την οιστρηλασία της εποχής, περιγράφει τη δυνητική  και πραγματική θαλπωρή που σαν «ρόδο πορφυρό» στολίζει την ανθρώπινη οντότητα δίνοντάς της μια διάσταση μαγικο-πραγματική, ποιητικο-διανοητική. Χρειάζεται πράγματι σφρίγος πνευματικό, εκτός από παιδεία, για να γράφεις με απλότητα για τον σπαραγμό, για την τυχαία βούληση των καταστάσεων, για την περισσή ελευθεριότητα των πράξεων, για να γράφεις τέλος:


« γελάς στα παραμύθια μου
και χορεύεις
γαληνεύω
και φεύγεις»

ή

« η ζωή μου ανυψώνεται στο κενό
φυτεμένη σε μιαν αιωρούμενη ελπίδα»

Η χρήση των λέξεων, παρά την μοναχική διάσταση της ψυχής που εκφράζουν και εκπροσωπούν είναι χυμώδης, έντιμη και ευκρινής σαν ένας πολυκαθρέπτης που δείχνει τα ράκη που κουβαλούν οι (υποτιθέμενοι) γίγαντες αλλά και την μεγαλόπνοη ταπεινότητα που έχει, ενδιάθετα, η ευτυχής συνάντηση και σύντηξη της δημιουργικότητας με την αυτογνωσία.
Ποίηση σκεπτόμενη, λόγος που παράγει μέσα από την φαινομενικά απλή εκλογοτέχνιση εύστοχες εικόνες που δίνονται τόσο ευσύνοπτα και συγκινητικά που προκαλούν ρίγος.

«Η πόρτα ήταν ανοιχτή,
όμως ζητούσαμε διαφυγή
από τις χαραμάδες»

«Το ρολόι κουδούνισε δυνατά,
νόμισε πως είμαστε κοιμισμένοι.
Όμως εμείς αγρυπνούσαμε
στο διπλανό δωμάτιο,
μετρώντας το βάθος του πηγαδιού».

ΑΝΝΑ ΔΕΡΕΚΑ

Για την «Ενθαλπία»:

(Βιβλιοπαρουσίαση  στην εφημερίδα «Νέοι Αγώνες» 22/10/2005)
(Θα προσθέσω μελλοντικώς το κείμενο)


ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΜΙΣΡΑΧΗ


Για την «Αλιάνθη»:

(Βιβλιοπαρουσίαση  στο περιοδικό «Αργοναύτης» τεύχος 3, 2008)

Βαγγέλης Φίλος: « Αλιάνθη», Ιωάννινα, 2007

Ο πεζός λόγος μολονότι στέκεται, παρουσιάζει με χαρακτηριστική επιμονή εκφραστικούς τρόπους που δεν είναι ως τώρα καθιερωμένοι. Πρόκειται για μια αποσπασματική γραφή, που αποτελεί νέα μορφή έκφρασης και μάλιστα στη δεκαετία του  ’70 μας είχε δώσει αρκετά δείγματα.
Αυτός ο αποσπασματικός λόγος κινείται μεταξύ του μη καθαρά ειπωμένου, του κρυφού και κατά κάποιο τρόπο αινιγματικού και χρησμικού λόγου. Είναι συνυφασμένος με την αγωνία, την απελπισία, την αβεβαιότητα και τους ενδόμυχους φόβους και όλα αυτά τείνουν προς μια ανίχνευση πολύ εσωτερική μέχρι της μεταφυσικής διάστασης – αυτού του τύπου -.
Φυσικά τίποτε δεν είναι άγνωστο, σ’ όποιον έχει βιώσει παρόμοιες χαωτικές καταστάσεις είτε εγκατάλειψης είτε βίαιας απομάκρυνσης. Τ’ απραγματοποίητα όνειρα συνοδεύουν κάθε ζωή.
Ο πεζογράφος καταγράφει όλη αυτή την ευαισθησία που συνθλίβει τον εαυτό του, αναζητώντας αιτίες, αφορμές και το τεράστιο απάντητο «γιατί». Όταν βρίσκεται κανείς σ’ αυτή την κατάσταση, δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τους άλλους όσο κι αν προσπαθήσει να βρει κοινές σκέψεις και να απλώσει γέφυρες ερωτικές κάπως στέρεες.
Συνήθως οι ευαίσθητοι έχουν πολλές απαιτήσεις και δεν συμβιβάζονται με την πραγματικότητα, γιατί έμαθαν να ζουν εκτός καθημερινότητας. Γι’ αυτό κι επιβιώνουν με μεγάλη δυσκολία. Αυτό αποτελεί και το σημείο αναφοράς όλου του έργου στις μορφές τις διαφορετικές που μας το προσφέρει. Ακόμη και οι διάλογοι είναι μοναχικοί, απόλυτοι και άκαμπτοι.
Μαθαίνει ο άνθρωπος απ’ όλες τις φάσεις της ζωής και της εσωτερικής του ανίχνευσης. Αυτό είναι γεγονός. Όμως υποφέρει καθώς ερευνά, γιατί δεν μπορεί πια να ελέγξει ούτε το στάδιο επικοινωνίας ούτε τις πράξεις του που είναι υπερβολικές. Τα θέλει όλα ή τίποτα. Μεγάλος εγκλωβισμός και φυλακή των ιδεών του. Τις κρατάει κλεισμένες αναγκαστικά και τον πνίγουν. Κι αυτές – όπως βλέπω – οι αναμνήσεις που διατηρεί ο ίδιος, είναι τόσο πνιγηρές και καταλυτικές.
Το προσωπικό του ύφος διαμορφώνει όλα τα διηγήματα, ακόμη κι αν ήταν χωριστά γραμμένα θα τ’ αναγνώριζες αμέσως. Αυτό που κερδίζει τον προσεκτικό και απαιτητικό αναγνώστη είναι ότι διαβάζει κάτι το ξεχωριστό, το οποίο θ’ αποτελέσει τύπο γραφής τα επόμενα χρόνια. Σαφές το προβάδισμά του.. επίσης ξέρει να συνδέει τα σκόρπια κομμάτια της αφήγησής του ακόμη κι όταν εξομολογείται. Σε πολλά σημεία συμβαίνει κι αυτό. Τότε συλλαμβάνεις ένα ερωτικό παραλήρημα να εμπλέκεται με την αγωνία αλλά κυρίως με την νοσταλγία της επιστροφής.
Το ονειρικό στοιχείο διάχυτο κι αυτό απαλύνει κάπως την όλη ατμόσφαιρα, ενώ συνάμα αποκαλύπτει την ικανότητα του πεζογράφου να μεταχειρίζεται κατάλληλα το λόγο του. Η σιωπή, η στροφή, οι σταθμοί της σκέψης, της διήγησης και κυρίως η αναμέτρηση του λάθους, του κάθε λάθους.
Μέσα από όλη αυτή την περιήγηση βρίσκω την αισθητική υπόσταση που θέλει να παρουσιάσει στα πρόσωπα παρόντα-απόντα, πάντοτε παρόντα στην μνήμη και την ανάμνηση. Όλα κινούνται με μια άπιαστη ρευστότητα.
Τέλος αυτόν τον τρόπο της γραφής, που έχει επιλέξει συνειδητά, τον εργάζεται και τον καταθέτει χωρίς παραχωρήσεις. Ψάχνει, θυμάται, επαναφέρει κι όλα συνωθούνται σε ανόμοιες εικόνες αλλά νοητές. Σε πολλαπλές σελίδες βρήκα εξαιρετικές σκέψεις και συλλήψεις με ένταση και με διορατικότητα. Ένα έργο διαφορετικό αλλά ωραίο.

ΒΑΝΑ ΚΟΥΤΣΟΚΩΣΤΑ

(Βιβλιοπαρουσίαση  στην εφημερίδα «ΠΥΡΡΟΣ»)

Με μια σειρά εννέα ποιητικών πεζών κειμένων, εμφανίζεται ο συμπατριώτης μας (από τα Άγναντα του νομού Άρτας) Βαγγέλης Φίλος. Πρόκειται για ένα βιβλίο, στο οποίο επιχειρεί με επιτυχία μια ποιητική γραφή αφήγησης, όπου σε αρκετά σημεία επικρατεί η θεατρική στιχομυθία.
Πηγαίος ο λόγος του, γεμάτος από την υγρασία των συναισθημάτων που αβίαστα παράγει, παραβολικός και αμφίσημος, πλάθεται και αναπαράγεται εν μέσω των αντιθέσεων της ζωής, τις αιτίες των οποίων ανιχνεύει, εμβαθύνοντας στην ουσία και στο νόημά της.
Ο φόβος για το άγνωστο, για τη μοναξιά, για το ανεπανόρθωτο, για το επερχόμενο τέλος, για την κληρονομιά που χάνεται, για την προαιώνια ευθύνη, για την επέλαση των βαρβάρων σε τυφλούς καιρούς, για τη θανάτωση της φύσης…
Ο συγγραφέας υπογραμμίζει την εσωτερική αναστάτωση και τον προβληματισμό γι’ αυτά που χάνονται και φεύγουν ανεπιστρεπτί , αλλά και την ευθύνη να κρατήσουμε υγιές ό,τι απέμεινε από το κατέβασμα του ποταμού της αδιαφορίας, που σαρώνει στο διάβα του ό,τι βρει, καθώς και την ελπίδα της αναγέννησης, της ξαστεριάς της επιστροφής στην αφετηρία.
-Αυτό το ποτάμι δεν έχει πηγές!, φώναξε. Κι εγώ τον προορισμό μου τον ξέρω. Γυρεύω την αφετηρία.(Ο ίσκιος).
-«Δεν γύρισες ποτέ… Και σε περίμενε, να λήξει η θητεία. Η επιστροφή σου ήταν η ελπίδα που έφτανε ψηλά στο λόφο, με το σφύριγμα του τρένου. Και τον κρατούσε ορθό, εκεί, δύο με τέσσερις… Και το τρένο περνούσε κάθε μέρα ανανεώνοντας την προσδοκία… Και γέμισε η σκοπιά χαραγματιές. Κάθε ελπίδα και μια χαραγματιά. Ώσπου, θόλωσε το βλέμμα κι έπαψε πλέον να μετρά…».
-Πώς να μετρήσεις το αμέτρητο;
-Κι αν το μετρήσεις, να το κάνεις τι;
-«Άδειασε η στέρνα της ψυχής. Βαθύς ο πόνος. Βαθύ και το κενό, πηγάδι άηχο…».»
(Ο λόφος με τις σκοπιές).
Είδε τη φύση, πέρα, απέραντη. Και τη γερόντισσα να αγναντεύει.
-Πού είναι το πέρασμα; τη ρώτησε κι αυτή τον κοίταξε.
-Σε μάτιασαν, παιδί μου!
- Γιατί; τη ρώτησε, ξανά, τι έχω να ζηλέψουν;
-Έχεις το βλέμμα του αετού.
- …
-Κοιτάς από ψηλά.
-Και βλέπω πόνο.
-Κοιτάς μακριά.
-Και βλέπω δυστυχία…
-Κι αχτίδες ήλιου μυστικού… Σε μάτιασαν, παιδί μου! Ζηλεύουν που ονειρεύεσαι….
(Ο ίσκιος).
Τη συνάντησα στην αυλή με τις ψηλές ντάλιες.
Απίθωσε τη σκάφη και ωσάν να ήθελε χρόνο να μου δώσει -τον δισταγμό μου να νικήσω- άπλωσε τα ασπρόρουχα στο σύρμα. Προσεχτικά, σαν μια εκκρεμότητα παλιά πού έπρεπε συνετά να κλείσει.
-Δεν ήρθα, είπα, να ταράξω τη Σιωπή σου. Σεβάσμια Μητέρα! πες μου. Πες μου Μητέρα, είχε φόβο;
Κοίταξε τότε, μακριά. Εκεί που η κάθε νύχτα φέγγει το πρώτο αστέρι. Και ως να είχε σκεφτεί από καιρό, μίλησε:
-Είχε πόνο! (Ο άγνωστος φόβος).

ΛΕΥΤΕΡΗΣ Β. ΤΖΟΚΑΣ

(Βιβλιοπαρουσίαση  στην εφημερίδα «ΑΓΝΑΝΤΑ ΑΡΤΑΣ»)

Από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ενδοχώρα, στα Γιάννενα, το 2009, βγήκαν τα διηγήματα με τον τίτλο «Θεάλια», του Αγναντίτη συγγραφέα και πολιτ. Μηχανικού, που δραστηριοποιείται στην πόλη των Ιωαννίνων, Βαγγέλη Φίλου. Το μότο στην αρχή λέει: « Πώς να χωρέσει / η απεραντοσύνη του μηδενός / σ’ αυτή την αθωότητα;».  ε’ιναι σε μικρ’ο σχήμα κι έχει 74 σελίδες. Οχτώ σύντομα διηγήματα έχει μέσα στις σελίδες του βιβλίου ο Βαγγέλης Φίλος με χαρακτηριστικούς τίτλους: Ασπρόμαυρο – Αψηλάφητο – Τα πράσινα πουλιά – Ο άγνωστος φόβος – Ο ίσκιος – «Δακρυόεν γελάν» - Το γράμμα – Η τελευταία λέξη. Το «Πειραματικό ( σε μια πράξη )» με πέντε (5) πρόσωπα που συμπληρώνουν: Οι άγνωστοι ερωτώντες και το βουβό πλήθος. Είναι το δοκιμαστικό θεατρικό έργο σε τέσσερις σκηνές.
ΓΝΩΡΙΖΕΙ από γράψιμο ο Βαγγέλης Φίλος και πλέκει τις ιστορίες του περίτεχνα, με ψυχή. Τα διηγήματά του είναι σύντομα, με εικόνες, ιδέες, αναζητήσεις, φράσεις διαλεγμένες, δουλεμένες, πυκνές, σφιχτοδεμένες, μαζί με τις αρετές που ξεχωρίζουν. Διάλογοι μαστορεμένοι που υποχρεώνεσαι να παρακολουθείς με κομμένη ανάσα το μύθο του, να ζήσεις τη δράση του, την αλήθεια και το ψέμα των ονείρων του.
ΕΧΟΥΝ μια πληρότητα τα σύντομα κείμενα του Βαγγέλη Φίλου, που συμπάσχεις καμιά φορά με τον ήρωα και πνίγεσαι από την αγωνία. Έχει δυναμική και ψυχογραφική συγκρότηση, εντυπωσιάζει και συγκορμίζει με την αφήγησή του. Μας μιλάει με μια απλότητα ο διηγηματογράφος Β. Φίλος, να καταλάβουμε, να μας βάλει στο δικό του κόσμο. Τα καταφέρνει και φωτίζει με το κερί του, να ανασάνουμε καθάριο αέρα από καταξιωμένο πεζογράφο και εμείς τον ευγνωμονούμε, για την περιπέτεια της καρδιάς και της σκέψης μας…